πολυώδυνος

πολυώδυνος
ος , ον вызывающий сильные боли, болезненный;

πολυώδυνος τοκετός — болезненные роды


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πολυώδυνος" в других словарях:

  • πολυώδυνος — very painful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυώδυνος — η, ο / πολυώδυνος, ον, ΝΑ 1. αυτός που προκαλεί πολλές οδύνες, πολύ οδυνηρός 2. αυτός που υποφέρει από μεγάλο πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. περι ώδυνος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυώδυνον — πολυώδυνος very painful masc/fem acc sg πολυώδυνος very painful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωδύνοις — πολυώδυνος very painful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωδύνου — πολυώδυνος very painful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωδύνῳ — πολυώδυνος very painful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυώδυνε — πολυώδυνος very painful masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • многоболезненный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч. πολυώδυνος) многоскорбный, бедственный, тяжкий …   Словарь церковнославянского языка

  • μεγαλώδυνος — μεγαλώδυνος, ον (Α) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. εριώδυνος) αυτός που προκαλεί μεγάλη οδύνη, πολύ οδυνηρός, πολυώδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + οδύνη. Το ω τοὺ τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»